Το έχω να γράφω; Ή μήπως δεν το έχω; Και αν δεν το έχω, τότε γιατί γράφω τώρα; Και αν το έχω, τότε γιατί δεν γράφω;
Η αλήθεια είναι (πολύ sic, σικάτη prêt-αλήθεια-porter) ότι ή γράφεις γιατί έχεις κάτι να πεις ή γράφεις γιατί θα ήθελες κάτι να πεις που τι ακριβώς δεν ξέρεις, και μέσα από το γράψιμο προφανώς (μάλλον) σου βγαίνει. Νομίζω ότι ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Όχι ότι δεν έχω κάτι να πω. Άλλα το «να πω» μου ακούγεται πολύ προφορικό. Και είπαμε –γράψαμε μάλλον- ότι εδώ πραγματευόμαστε το γραπτό.
[Παράδοξο: δεν το γράψαμε ποτέ το ότι εδώ πραγματευόμαστε το γραπτό. Το εννοήσαμε. Άρα το «γράψαμε» –εκτός από το ότι δεν το γράψαμε μαζί- χρησιμοποιήθηκε ως τρόπος «τού λέγειν». Κι όμως θα ορκιζόμουν ότι δεν είπα τίποτα. Έγραψα μόνο. Και έγραψα μόνο αν το έχω να γράφω. Αν όχι, τότε απλά έστησα λέξεις σε μία γραμματικοσυντακτικώς σωστή σειρά που κατά τα άλλα δεν λέει τίποτα. Για μένα όμως «λέει» πολλά. Δεν ξέρω μόνο αν γράφει κάτι.]
Το έχω να γράφω; Ή μήπως δεν το έχω; Και αν δεν το έχω, τότε γιατί γράφω τώρα; Και αν το έχω, τότε γιατί δεν γράφω;